Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdurevolézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [durevoˈlettsa] 1 αντοχή 2 ανθεκτικότητα 3 διάρκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |