Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduratùro
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [duraˈturo] 1 ανεξίτηλος 2 γερός 3 στερεός 4 ανθεκτικός 5 διαρκής 6 μακρόβιος 7 ισχυρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |