Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduràcino, duracìno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [duˈraʧino], [duraˈʧino] φρούτο με κουκούτσι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |