Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


durabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [durabiliˈta]

1 ανθεκτικότητα
2 στερεότητα
3 αντοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  durabile duracino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

duplicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
duplicazione (θηλ.ουσ)
duplice (θηλ. επίθ και ουσ)
duplicità (θηλ.ουσ)
durabile (επίθ.)
durabilità (θηλ.ουσ)
duracino (επίθ.)
duralluminio (ουσ αρσ )
duramadre (θηλ.ουσ)
durame (ουσ αρσ )
duramente (επίρ.)
durante (πρόθ.)
durare (ρ.αμτβ.)
durata (θηλ.ουσ)
durativo (αρσ. επίθ και ουσ)
duraturo (επίθ.)
durevole (επίθ.)
durevolezza (θηλ.ουσ)
durezza (θηλ.ουσ)
durlindana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---