Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


duopòlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [duoˈpɔljo]

έλεγχος αγαθού από δύο μονοπώλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  duomo duplex  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

duodenale (επίθ.)
duodenite (θηλ.ουσ)
duodeno (ουσ αρσ )
duolo (ουσ αρσ )
duomo (ουσ αρσ )
duopolio (ουσ αρσ )
duplex (αρσ. επίθ και ουσ)
duplicare (ρ. μτβ.)
duplicato (ουσ αρσ )
duplicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
duplicazione (θηλ.ουσ)
duplice (θηλ. επίθ και ουσ)
duplicità (θηλ.ουσ)
durabile (επίθ.)
durabilità (θηλ.ουσ)
duracino (επίθ.)
duralluminio (ουσ αρσ )
duramadre (θηλ.ουσ)
durame (ουσ αρσ )
duramente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---