Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdulcamàra
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dulkaˈmara] 1 τσαρλατάνος 2 αγύρτης dulcamàra ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dulkaˈmara] σολανό το γλυκύπικρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |