Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdùglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈduʎʎa] 1 απάτη 2 σπείρα ή κουλούρα σκοινιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |