Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduétto
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [duˈetto] 1 ντουέτο 2 διωδία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |