Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdugòngo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [duˈgɔngo] ζώο γένους dugong των ακτών του Ινδικού Ωκεανού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |