Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


duecentìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dueʧenˈtista]

1 διακοσάρης (δρομέας ή κολυμβητής)
2 καλλιτέχνης του δέκατου τρίτου αιώνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  duecentesimo duecento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

duchessina (θηλ.ουσ)
duchino (ουσ αρσ )
due ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
duecentesco (επίθ.)
duecentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
duecentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
duecento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
duellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
duellare (ρ.αμτβ.)
duellista (ουσ αρσ και θηλ.)
duello (ουσ αρσ )
duemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
duepezzi (ουσ αρσ )
duetto (ουσ αρσ και θηλ.)
duglia (θηλ.ουσ)
dugongo (ουσ αρσ )
dulcamara (ουσ αρσ )
dulcamara (θηλ.ουσ)
dulcinea (θηλ.ουσ)
dulia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---