Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduecentìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dueʧenˈtista] 1 διακοσάρης (δρομέας ή κολυμβητής) 2 καλλιτέχνης του δέκατου τρίτου αιώνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |