Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cautèrio (ουσ αρσ ) cavallerìzza (θηλ.ουσ)
cauterizzàre (ρ. μτβ.) cavallerìzzo (ουσ αρσ )
cauterizzazióne (θηλ.ουσ) cavallétta (θηλ.ουσ)
càuto (επίθ.) cavallétto (ουσ αρσ )
cauzionàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cavallìna (θηλ.ουσ)
cauzióne (θηλ.ουσ) cavallìno (ουσ αρσ )
càva (θηλ.ουσ) cavallìno (επίθ.)
cavachiòdi (ουσ αρσ ) cavàllo (ουσ αρσ )
cavadènti (ουσ αρσ και θηλ.) cavallóne (ουσ αρσ )
cavafàngo (θηλ.ουσ) cavallùccio (ουσ αρσ )
cavalcàre (ρ. μτβ.) cavalòcchio (ουσ αρσ )
cavalcàta (θηλ.ουσ) cavapiètre (ουσ αρσ και θηλ.)
cavalcatóre (ουσ αρσ ) cavàre (ρ. μτβ.)
cavalcatrìce (θηλ.ουσ) cavàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
cavalcatùra (θηλ.ουσ) cavarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
cavalcavìa (θηλ.ουσ) cavastivàli (ουσ αρσ )
cavalcióni (επίρ.) cavàta (θηλ.ουσ)
cavalieràto (ουσ αρσ ) cavatàppi (ουσ αρσ )
cavalière (ουσ αρσ ) cavatìna (θηλ.ουσ)
cavalierìno (ουσ αρσ ) cavatóre (ουσ αρσ )
cavàlla (θηλ.ουσ) cavatrìce (θηλ.ουσ)
cavallàio (ουσ αρσ ) cavaturàccioli (ουσ αρσ )
cavalleggèro (ουσ αρσ ) cavazióne (θηλ.ουσ)
cavallerésco (επίθ.) càvea (θηλ.ουσ)
cavallerìa (θηλ.ουσ) caveau (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: