Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcavallóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kavalˈlone] 1 κύμα που σπάζει σε αφρούς 2 ασουλούπωτος ή αδέξιος άνθρωπος 3 κύμα μεγάλο 4 μεγάλο παράκτιο κύμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |