ItalianoGreco


cavallìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kavalˈlino]

1 καβάλος (στο παντελόνι)
2 ίππος (γυμναστικής)
3 πόνι
4 γαὶδουρόβηχας
5 αλογάκι

cavallìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kavalˈlino]

αλογίσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---