Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavallétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kavalˈletto]

1 ο τρίποδας
2 (da pittore) το καβαλέτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavalletta cavallina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavalleresco (επίθ.)
cavalleria (θηλ.ουσ)
cavallerizza (θηλ.ουσ)
cavallerizzo (ουσ αρσ )
cavalletta (θηλ.ουσ)
cavalletto (ουσ αρσ )
cavallina (θηλ.ουσ)
cavallino (ουσ αρσ )
cavallino (επίθ.)
cavallo (ουσ αρσ )
cavallone (ουσ αρσ )
cavalluccio (ουσ αρσ )
cavalocchio (ουσ αρσ )
cavapietre (ουσ αρσ και θηλ.)
cavare (ρ. μτβ.)
cavarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
cavarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
cavastivali (ουσ αρσ )
cavata (θηλ.ουσ)
cavatappi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---