Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcavallétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kavalˈletto] 1 ο τρίποδας 2 (da pittore) το καβαλέτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |