Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈvata]

1 αφαίρεση
2 άγγιγμα
3 εξαγωγή
4 βγάλσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavastivali cavatappi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavapietre (ουσ αρσ και θηλ.)
cavare (ρ. μτβ.)
cavarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
cavarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
cavastivali (ουσ αρσ )
cavata (θηλ.ουσ)
cavatappi (ουσ αρσ )
cavatina (θηλ.ουσ)
cavatore (ουσ αρσ )
cavatrice (θηλ.ουσ)
cavaturaccioli (ουσ αρσ )
cavazione (θηλ.ουσ)
cavea (θηλ.ουσ)
caveau (ουσ αρσ )
cavedagna (θηλ.ουσ)
cavedano (ουσ αρσ )
cavedio (ουσ αρσ )
caverna (θηλ.ουσ)
cavernicolo (αρσ. επίθ και ουσ)
cavernoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---