Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈvallo]

το άλογο, ο ίππος, η φοράδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavallino cavallone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare a cavallo = κάνω ιππασία, πάω με το άλογο || cavallo [αρσ.] a dondolo = το κουνιστό αλογάκι || cavallo [αρσ.] da corsa = το άλογο κούρσας || coda [θηλ.] di cavallo = η αλογοουρά || ferro [αρσ.] di cavallo = το πέταλο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavalletta (θηλ.ουσ)
cavalletto (ουσ αρσ )
cavallina (θηλ.ουσ)
cavallino (ουσ αρσ )
cavallino (επίθ.)
cavallo (ουσ αρσ )
cavallone (ουσ αρσ )
cavalluccio (ουσ αρσ )
cavalocchio (ουσ αρσ )
cavapietre (ουσ αρσ και θηλ.)
cavare (ρ. μτβ.)
cavarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
cavarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
cavastivali (ουσ αρσ )
cavata (θηλ.ουσ)
cavatappi (ουσ αρσ )
cavatina (θηλ.ουσ)
cavatore (ουσ αρσ )
cavatrice (θηλ.ουσ)
cavaturaccioli (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---