Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavallerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kavalleˈria]

1 ιπποτισμός
2 ιππικό
3 καβαλαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavalleresco cavallerizza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavalierino (ουσ αρσ )
cavalla (θηλ.ουσ)
cavallaio (ουσ αρσ )
cavalleggero (ουσ αρσ )
cavalleresco (επίθ.)
cavalleria (θηλ.ουσ)
cavallerizza (θηλ.ουσ)
cavallerizzo (ουσ αρσ )
cavalletta (θηλ.ουσ)
cavalletto (ουσ αρσ )
cavallina (θηλ.ουσ)
cavallino (ουσ αρσ )
cavallino (επίθ.)
cavallo (ουσ αρσ )
cavallone (ουσ αρσ )
cavalluccio (ουσ αρσ )
cavalocchio (ουσ αρσ )
cavapietre (ουσ αρσ και θηλ.)
cavare (ρ. μτβ.)
cavarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---