Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcavallàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kavalˈlajo] 1 ιπποκόμος 2 πωλητής αλόγων 3 βοσκός αλόγων 4 εκτροφέας αλόγων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |