Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavalieràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kavaljeˈrato]

ιπποσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavalcioni cavaliere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavalcatore (ουσ αρσ )
cavalcatrice (θηλ.ουσ)
cavalcatura (θηλ.ουσ)
cavalcavia (θηλ.ουσ)
cavalcioni (επίρ.)
cavalierato (ουσ αρσ )
cavaliere (ουσ αρσ )
cavalierino (ουσ αρσ )
cavalla (θηλ.ουσ)
cavallaio (ουσ αρσ )
cavalleggero (ουσ αρσ )
cavalleresco (επίθ.)
cavalleria (θηλ.ουσ)
cavallerizza (θηλ.ουσ)
cavallerizzo (ουσ αρσ )
cavalletta (θηλ.ουσ)
cavalletto (ουσ αρσ )
cavallina (θηλ.ουσ)
cavallino (ουσ αρσ )
cavallino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---