Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcavalcatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kavalkaˈtriʧe] 1 ιππεύτρια 2 αμαζόνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |