Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcavalcióni
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [kavalˈʧoni] καβαλικευτά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa cavalcioni (di) = καβάλα (σε) Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |