Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cauzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kawtˈtsjone]

1 σιγουριά
2 ασφάλεια
3 εχέγγυο
4 εγγύηση
5 χρήματα για ώρα ανάγκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cauzionare cava  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cauterio (ουσ αρσ )
cauterizzare (ρ. μτβ.)
cauterizzazione (θηλ.ουσ)
cauto (επίθ.)
cauzionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cauzione (θηλ.ουσ)
cava (θηλ.ουσ)
cavachiodi (ουσ αρσ )
cavadenti (ουσ αρσ και θηλ.)
cavafango (θηλ.ουσ)
cavalcare (ρ. μτβ.)
cavalcata (θηλ.ουσ)
cavalcatore (ουσ αρσ )
cavalcatrice (θηλ.ουσ)
cavalcatura (θηλ.ουσ)
cavalcavia (θηλ.ουσ)
cavalcioni (επίρ.)
cavalierato (ουσ αρσ )
cavaliere (ουσ αρσ )
cavalierino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---