Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cautèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kawˈtɛrjo]

1 θερμοκαυτηρίαση
2 θερμοκαυστήρας
3 καυτηρίαση
4 καυτηριασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cautelarsi cauterizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cautamente (επίρ.)
cautela (θηλ.ουσ)
cautelare (επίθ.)
cautelare (ρ. μτβ.)
cautelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cauterio (ουσ αρσ )
cauterizzare (ρ. μτβ.)
cauterizzazione (θηλ.ουσ)
cauto (επίθ.)
cauzionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cauzione (θηλ.ουσ)
cava (θηλ.ουσ)
cavachiodi (ουσ αρσ )
cavadenti (ουσ αρσ και θηλ.)
cavafango (θηλ.ουσ)
cavalcare (ρ. μτβ.)
cavalcata (θηλ.ουσ)
cavalcatore (ουσ αρσ )
cavalcatrice (θηλ.ουσ)
cavalcatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---