Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcautèrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kawˈtɛrjo] 1 θερμοκαυτηρίαση 2 θερμοκαυστήρας 3 καυτηρίαση 4 καυτηριασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |