ItalianoGreco


cautelàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kawteˈlare]

1 προφυλακτικός
2 προληπτικός

cautelàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kawteˈlare]

1 βεβαιώνω για την ασφάλεια κάποιου
2 προστατεύω
3 υπερασπίζομαι

cautelàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kawteˈlarsi]

1 παίρνω προληπτικά μέτρα
2 προστατεύω τον εαυτό μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---