Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cautèla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kawˈtɛla]

1 προσοχή
2 φρόνηση
3 περίσκεψη
4 φρόνηση
5 προφύλαξη
6 φρονιμάδα
7 σύνεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cautamente cautelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caustica (θηλ.ουσ)
causticità (θηλ.ουσ)
caustico (αρσ. επίθ και ουσ)
caustificare (ρ. μτβ.)
cautamente (επίρ.)
cautela (θηλ.ουσ)
cautelare (επίθ.)
cautelare (ρ. μτβ.)
cautelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cauterio (ουσ αρσ )
cauterizzare (ρ. μτβ.)
cauterizzazione (θηλ.ουσ)
cauto (επίθ.)
cauzionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cauzione (θηλ.ουσ)
cava (θηλ.ουσ)
cavachiodi (ουσ αρσ )
cavadenti (ουσ αρσ και θηλ.)
cavafango (θηλ.ουσ)
cavalcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---