ItalianoGreco


càustico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkawstiko]

1 σαρκαστικός
2 δηκτικός
3 φθοροποιός
4 καυστικός
5 διαβρωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---