Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


causatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kawzaˈtivo]

1 αιτιολογικός
2 αίτιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  causare causidico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

causa (θηλ.ουσ)
causale (θηλ.ουσ)
causale (επίθ.)
causalità (θηλ.ουσ)
causare (ρ. μτβ.)
causativo (αρσ. επίθ και ουσ)
causidico (ουσ αρσ )
caustica (θηλ.ουσ)
causticità (θηλ.ουσ)
caustico (αρσ. επίθ και ουσ)
caustificare (ρ. μτβ.)
cautamente (επίρ.)
cautela (θηλ.ουσ)
cautelare (επίθ.)
cautelare (ρ. μτβ.)
cautelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cauterio (ουσ αρσ )
cauterizzare (ρ. μτβ.)
cauterizzazione (θηλ.ουσ)
cauto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---