Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcausìdico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kawˈzidiko] 1 δικολάβος 2 στρεψοδίκης 3 απολογητής 4 συνήγορος 5 δικηγοράκος 6 δικηγορίσκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |