Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catturàre (ρ. μτβ.) cauterizzàre (ρ. μτβ.)
caucàsico (αρσ. επίθ και ουσ) cauterizzazióne (θηλ.ουσ)
Càucaso (ουσ αρσ ) càuto (επίθ.)
caucciù (ουσ αρσ ) cauzionàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
caudàle (επίθ.) cauzióne (θηλ.ουσ)
caudatàrio (ουσ αρσ ) càva (θηλ.ουσ)
caudàto (αρσ. επίθ και ουσ) cavachiòdi (ουσ αρσ )
càule (ουσ αρσ ) cavadènti (ουσ αρσ και θηλ.)
càusa (θηλ.ουσ) cavafàngo (θηλ.ουσ)
causàle (θηλ.ουσ) cavalcàre (ρ. μτβ.)
causàle (επίθ.) cavalcàta (θηλ.ουσ)
causalità (θηλ.ουσ) cavalcatóre (ουσ αρσ )
causàre (ρ. μτβ.) cavalcatrìce (θηλ.ουσ)
causatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) cavalcatùra (θηλ.ουσ)
causìdico (ουσ αρσ ) cavalcavìa (θηλ.ουσ)
càustica (θηλ.ουσ) cavalcióni (επίρ.)
causticità (θηλ.ουσ) cavalieràto (ουσ αρσ )
càustico (αρσ. επίθ και ουσ) cavalière (ουσ αρσ )
caustificàre (ρ. μτβ.) cavalierìno (ουσ αρσ )
cautaménte (επίρ.) cavàlla (θηλ.ουσ)
cautèla (θηλ.ουσ) cavallàio (ουσ αρσ )
cautelàre (επίθ.) cavalleggèro (ουσ αρσ )
cautelàre (ρ. μτβ.) cavallerésco (επίθ.)
cautelàrsi (ρ. μ. αμτβ.) cavallerìa (θηλ.ουσ)
cautèrio (ουσ αρσ ) cavallerìzza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: