Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caucciù  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kawtˈʧu]

καουτσούκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Caucaso caudale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
cattura (θηλ.ουσ)
catturare (ρ. μτβ.)
caucasico (αρσ. επίθ και ουσ)
Caucaso (ουσ αρσ )
caucciù (ουσ αρσ )
caudale (επίθ.)
caudatario (ουσ αρσ )
caudato (αρσ. επίθ και ουσ)
caule (ουσ αρσ )
causa (θηλ.ουσ)
causale (θηλ.ουσ)
causale (επίθ.)
causalità (θηλ.ουσ)
causare (ρ. μτβ.)
causativo (αρσ. επίθ και ουσ)
causidico (ουσ αρσ )
caustica (θηλ.ουσ)
causticità (θηλ.ουσ)
caustico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---