Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cattùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [katˈtura]

1 εκπόρθηση
2 άλωση
3 κατάληψη εχθρικού πλοίου
4 κούρσος
5 σύλληψη
6 τσάκωμα
7 γράπωμα
8 πιάσιμο
9 αρπαγή
10 διαγούμισμα
11 αιχμαλώτιση
12 τσίμπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cattolico catturare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mandato [αρσ.] di cattura = το ένταλμα σύλληψης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cattivo (επίθ.)
cattolicesimo (ουσ αρσ )
cattolicismo (ουσ αρσ )
cattolicità (θηλ.ουσ)
cattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
cattura (θηλ.ουσ)
catturare (ρ. μτβ.)
caucasico (αρσ. επίθ και ουσ)
Caucaso (ουσ αρσ )
caucciù (ουσ αρσ )
caudale (επίθ.)
caudatario (ουσ αρσ )
caudato (αρσ. επίθ και ουσ)
caule (ουσ αρσ )
causa (θηλ.ουσ)
causale (θηλ.ουσ)
causale (επίθ.)
causalità (θηλ.ουσ)
causare (ρ. μτβ.)
causativo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---