Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cattìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [katˈtivo]

1 πρόστυχος
2 φρικτός
3 παλιάνθρωπος
4 αμαρτωλός
5 χυδαίος
6 δυσάρεστος
7 διεφθαρμένος
8 άνομος
9 αδέξιος (στην δουλειά)
10 αποκρουστικός
11 χαλασμένο κομμάτι
12 το κακό

cattìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [katˈtivo]

κακός (-ή, -ό), παλιός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cattività cattolicesimo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare una cattiva impressione = κάνω κακή εντύπωση || farsi una cattiva reputazione = βγάζω όνομα || non facciamoci del sangue cattivo = ας μη χαλάμε τις καρδιές μας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cattivarsi (ρ. μ. μτβ.)
cattivello (ουσ αρσ )
cattivello (επίθ.)
cattiveria (θηλ.ουσ)
cattività (θηλ.ουσ)
cattivo (ουσ αρσ )
cattivo (επίθ.)
cattolicesimo (ουσ αρσ )
cattolicismo (ουσ αρσ )
cattolicità (θηλ.ουσ)
cattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
cattura (θηλ.ουσ)
catturare (ρ. μτβ.)
caucasico (αρσ. επίθ και ουσ)
Caucaso (ουσ αρσ )
caucciù (ουσ αρσ )
caudale (επίθ.)
caudatario (ουσ αρσ )
caudato (αρσ. επίθ και ουσ)
caule (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---