Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cattività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kattiviˈta]

1 κατοχή (στρατιωτική)
2 κράτηση (αναγκαστική)
3 αιχμαλωσία
4 δουλεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cattiveria cattivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cattedratico (επίθ.)
cattivarsi (ρ. μ. μτβ.)
cattivello (ουσ αρσ )
cattivello (επίθ.)
cattiveria (θηλ.ουσ)
cattività (θηλ.ουσ)
cattivo (ουσ αρσ )
cattivo (επίθ.)
cattolicesimo (ουσ αρσ )
cattolicismo (ουσ αρσ )
cattolicità (θηλ.ουσ)
cattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
cattura (θηλ.ουσ)
catturare (ρ. μτβ.)
caucasico (αρσ. επίθ και ουσ)
Caucaso (ουσ αρσ )
caucciù (ουσ αρσ )
caudale (επίθ.)
caudatario (ουσ αρσ )
caudato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---