Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcattività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kattiviˈta] 1 κατοχή (στρατιωτική) 2 κράτηση (αναγκαστική) 3 αιχμαλωσία 4 δουλεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |