ItalianoGreco


cattedràtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [katteˈdratiko]

καθηγητής πανεπιστημίου

cattedràtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [katteˈdratiko]

1 που αρμόζει σε έδρα καθηγητού
2 καθηγητικός
3 πανεπιστημιακός
4 σεμνότυφος
5 σχολαστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---