Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcattedràle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [katteˈdrale] η μητρόπολη, ο καθεδρικός cattedràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [katteˈdrale] καθεδρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |