Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catràme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈtrame]

η πίσσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catramatura catramoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catorcio (ουσ αρσ )
catottrica (θηλ.ουσ)
catottrico (επίθ.)
catramare (ρ. μτβ.)
catramatura (θηλ.ουσ)
catrame (ουσ αρσ )
catramoso (επίθ.)
cattedra (θηλ.ουσ)
cattedrale (θηλ.ουσ)
cattedrale (επίθ.)
cattedratico (ουσ αρσ )
cattedratico (επίθ.)
cattivarsi (ρ. μ. μτβ.)
cattivello (ουσ αρσ )
cattivello (επίθ.)
cattiveria (θηλ.ουσ)
cattività (θηλ.ουσ)
cattivo (ουσ αρσ )
cattivo (επίθ.)
cattolicesimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---