Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcattivèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kattiˈvɛllo] 1 μασκαρατζίκος 2 απειθάρχητος 3 άτακτο παιδί 4 διαβολάκι cattivèllo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kattiˈvɛllo] άτακτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |