Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buonànima (θηλ.ουσ) burbànza (θηλ.ουσ)
buonanòtte (επιφ.) burbanzóso (επίθ.)
buonaséra (επιφ.) bùrbera (θηλ.ουσ)
buoncostùme (ουσ αρσ και θηλ.) bùrbero (αρσ. επίθ και ουσ)
buoncuore (ουσ αρσ ) burchièllo (ουσ αρσ )
buondì (επιφ.) bùrchio (ουσ αρσ )
buongiórno (επιφ.) bùre (θηλ.ουσ)
buongovèrno (ουσ αρσ ) bureau (ουσ αρσ )
buongustàio (ουσ αρσ ) burétta (θηλ.ουσ)
buongùsto (ουσ αρσ ) buriàna (θηλ.ουσ)
buòno (ουσ αρσ ) burìna (θηλ.ουσ)
buòno (επίθ.) burìno (ουσ αρσ )
buonóra (θηλ.ουσ) bùrla (θηλ.ουσ)
buonsènso (ουσ αρσ ) burlàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
buontempóne (ουσ αρσ ) burlàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
buonumóre (ουσ αρσ ) burlésco (αρσ. επίθ και ουσ)
buonuòmo (ουσ αρσ ) burlétta (θηλ.ουσ)
buonuscìta (θηλ.ουσ) burlóne (ουσ αρσ )
burattàre (ρ. μτβ.) burnus (ουσ αρσ )
burattello (ουσ αρσ ) buròcrate (ουσ αρσ και θηλ.)
burattinàio (ουσ αρσ ) burocraticaménte (επίρ.)
burattinàta (θηλ.ουσ) burocràtico (επίθ.)
burattinésco (επίθ.) burocratìsmo (ουσ αρσ )
burattìno (ουσ αρσ ) burocratizzàre (ρ. μτβ.)
buràtto (ουσ αρσ ) burocratizzazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: