Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bivàlve (αρσ. επίθ και ουσ) blasóne (ουσ αρσ )
bìvio (ουσ αρσ ) blasonìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantineggiante (επίθ.) blastèma (ουσ αρσ )
bizantineggiàre (ρ.αμτβ.) blastèma (θηλ.ουσ)
bizantinìsmo (ουσ αρσ ) blastocèle (ουσ αρσ )
bizantinìsta (ουσ αρσ και θηλ.) blastodèrma (ουσ αρσ )
bizantìno (ουσ αρσ ) blastogènesi (θηλ.ουσ)
bizantìno (επίθ.) blastòma (ουσ αρσ )
bìzza (θηλ.ουσ) blastòmero (ουσ αρσ )
bizzarrìa (θηλ.ουσ) blateraménto (ουσ αρσ )
bizzàrro (επίθ.) blateràre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bizzocco (ουσ αρσ ) blateróne (αρσ. επίθ και ουσ)
bizzóso (επίθ.) blàtta (θηλ.ουσ)
blabla, blablà (ονοματ.) blefarìte (θηλ.ουσ)
blablablà (ονοματ.) blènda (θηλ.ουσ)
blandiménto (ουσ αρσ ) blenorragìa (θηλ.ουσ)
blandìre (ρ. μτβ.) blesità (θηλ.ουσ)
blandìzia (θηλ.ουσ) blèso (ουσ αρσ )
blandìzie (θηλ.ουσ) blèso (επίθ.)
blàndo (επίθ.) blindàggio (ουσ αρσ )
blasfemàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) blindàre (ρ. μτβ.)
blasfèmo (ουσ αρσ ) blindàto (αρσ. επίθ και ουσ)
blasfèmo (επίθ.) blindatùra (θηλ.ουσ)
blasonàto (ουσ αρσ ) bloccàggio (ουσ αρσ )
blasonàto (επίθ.) bloccàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: