Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiodàre (ρ. μτβ.) schizofrenìa (θηλ.ουσ)
schiodatùra (θηλ.ουσ) schizofrènico (αρσ. επίθ και ουσ)
schiomàre (ρ. μτβ.) schizogènesi (θηλ.ουσ)
schioppettàta (θηλ.ουσ) schizòide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schiòppo (ουσ αρσ ) schizoidìa (θηλ.ουσ)
schistosòma (ουσ αρσ ) schizomanìa (θηλ.ουσ)
schistosomìasi (θηλ.ουσ) schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schitarràre (ρ.αμτβ.) schizotimìa (θηλ.ουσ)
schitarràta (θηλ.ουσ) schizzàre (ρ.αμτβ.)
schiùdere (ρ. μτβ.) schizzàre (ρ. μτβ.)
schiudersi (ρ.μ. (αντων.)) schizzàta (θηλ.ουσ)
schiùma (θηλ.ουσ) schizzatóio (ουσ αρσ )
schiumàre (ρ.αμτβ.) schizzettàre (ρ. μτβ.)
schiumàre (ρ. μτβ.) schizzettàta (θηλ.ουσ)
schiumaròla (θηλ.ουσ) schizzétto (ουσ αρσ )
schiumògeno (ουσ αρσ ) schizzinosaménte (επίρ.)
schiumògeno (επίθ.) schizzinóso (ουσ αρσ )
schiumosità (θηλ.ουσ) schizzinóso (επίθ.)
schiumóso (επίθ.) schìzzo (ουσ αρσ )
schiùsa (θηλ.ουσ) schnauzer (ουσ αρσ )
schivàbile (επίθ.) schnorchel (ουσ αρσ )
schivàre (ρ. μτβ.) sci (ουσ αρσ )
schivàta (θηλ.ουσ) scià (ουσ αρσ )
schìvo (αρσ. επίθ και ουσ) scìa (θηλ.ουσ)
schizòfita (θηλ.ουσ) sciabécco (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: