Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rizomatóso (επίθ.) roccafòrte (θηλ.ουσ)
rizomòrfo (επίθ.) roccàta (θηλ.ουσ)
rizopòdio (ουσ αρσ ) roccatùra (θηλ.ουσ)
rìzza (θηλ.ουσ) rocchettièra (θηλ.ουσ)
rizzàre (ρ. μτβ.) rocchétto (ουσ αρσ )
rizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) ròcchio (ουσ αρσ )
(ουσ αρσ και θηλ.) ròccia (θηλ.ουσ)
roàno (ουσ αρσ ) rocciatóre (ουσ αρσ )
roàno (επίθ.) roccióso (επίθ.)
roast beef (ουσ αρσ ) ròcco, rócco (ουσ αρσ )
ròba (θηλ.ουσ) roccocò (αρσ. επίθ και ουσ)
robàccia (θηλ.ουσ) rock and roll (ουσ αρσ )
róbbia (θηλ.ουσ) ròco (επίθ.)
robìnia (θηλ.ουσ) rodàggio (ουσ αρσ )
robiòla (θηλ.ουσ) rodàre (ρ. μτβ.)
robivècchi (ουσ αρσ και θηλ.) rodèo (ουσ αρσ )
robóne (ουσ αρσ ) ródere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
robot (ουσ αρσ ) rodersi (ρ.μ. (αντων.))
robòtica (θηλ.ουσ) Rodèsia (κύρ.όν. θηλ.)
robustaménte (επίρ.) rodesiàno (ουσ αρσ )
robustézza (θηλ.ουσ) rodesiàno (επίθ.)
robùsto (επίθ.) Ròdi (θηλ.ουσ)
rocàggine (θηλ.ουσ) rodilégno (ουσ αρσ )
rocambolésco (επίθ.) rodiménto (ουσ αρσ )
ròcca (θηλ.ουσ) ròdio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: