Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pop–art, pop art (θηλ.ουσ) popóne (ουσ αρσ )
popcorn (ουσ αρσ ) póppa (θηλ.ουσ)
pòpe (ουσ αρσ ) poppànte (ουσ αρσ και θηλ.)
popeline (θηλ.ουσ) poppànte (επίθ.)
pòplite (ουσ αρσ ) poppàre (ρ. μτβ.)
poplitèo, poplìteo (επίθ.) poppàta (θηλ.ουσ)
popò (ουσ αρσ ) poppatóio (ουσ αρσ )
popò (θηλ.ουσ) poppière (ουσ αρσ )
popolaménto (ουσ αρσ ) poppièro (επίθ.)
popolàno (ουσ αρσ ) poppùto (επίθ.)
popolàno (επίθ.) populazionìsmo (ουσ αρσ )
popolàre (επίθ.) popùleo (επίθ.)
popolàre (ρ. μτβ.) populìsmo (ουσ αρσ )
popolareggiànte (επίθ.) populìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
popolarésco (επίθ.) populìstico (επίθ.)
popolarità (θηλ.ουσ) pòrca (θηλ.ουσ)
popolarizzàre (ρ. μτβ.) porcaccióne (ουσ αρσ )
popolarménte (επίρ.) porcàio (ουσ αρσ )
popolàto (επίθ.) porcaréccia (θηλ.ουσ)
popolazióne (θηλ.ουσ) porcàro (ουσ αρσ )
popolìno (ουσ αρσ ) porcellàna (θηλ.ουσ)
pòpolo (ουσ αρσ ) porcellanàre (ρ. μτβ.)
popolóso (επίθ.) porcellanàto (επίθ.)
poponàia (θηλ.ουσ) porcellìno (ουσ αρσ )
poponàio (ουσ αρσ ) porcèllo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: