Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pince–nez (ουσ αρσ ) pinzatùra (θηλ.ουσ)
pìnco (ουσ αρσ ) pinzétta (θηλ. ουσ πληθ.)
pindàrico (αρσ. επίθ και ουσ) pinzillàcchera (θηλ.ουσ)
Pìndaro (κύρ.όν. αρσ.) pinzimònio (ουσ αρσ )
pineàle (επίθ.) pinzòchero (ουσ αρσ )
pinéta (θηλ.ουσ) pìo (επίθ.)
pinéto (ουσ αρσ ) pìo (ονοματ.)
ping–pong (ουσ αρσ ) piogenesi (θηλ.ουσ)
pìngue (επίθ.) piogènico (επίθ.)
pinguèdine (θηλ.ουσ) pioggerèlla (θηλ.ουσ)
pinguìno (ουσ αρσ ) piòggia (θηλ.ουσ)
pinìfero (επίθ.) piòlo (ουσ αρσ )
pìnna (θηλ.ουσ) piombàggine (θηλ.ουσ)
pinnàcolo (ουσ αρσ ) piombàre (ρ.αμτβ.)
pinnìpede (επίθ.) piombàre (ρ. μτβ.)
pinnipedi (ουσ αρσ πληθ.) piombatóia (θηλ.ουσ)
pìnnula (θηλ.ουσ) piombatóio (ουσ αρσ )
pìno (ουσ αρσ ) piombatùra (θηλ.ουσ)
pinocchiàta (θηλ.ουσ) piómbico (επίθ.)
pinòcchio (ουσ αρσ ) piombìfero (επίθ.)
pinòlo (ουσ αρσ ) piombìno (ουσ αρσ )
pìnta (θηλ.ουσ) piómbo (ουσ αρσ )
pìnza (θηλ.ουσ) piombóso (επίθ.)
pinzàre (ρ. μτβ.) pióne (ουσ αρσ )
pinzàta (θηλ.ουσ) pionière (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: