ItalianoGreco


pinnàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pinˈnakolo]

1 μυτερή άκρη βράχου
2 βέλος γοτθικού ρυθμού
3 μυτερή κορυφή
4 πυργίσκος διακοσμητικός
5 οβελίσκος
6 πινάκλ (παιχνίδι τράπουλας)
7 ακμή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---