Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpinnìpede
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pinˈnipede] πτερυγιόποδος pinnipedi ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [pinˈnipedi] Πτερυγιόποδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |