Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpinguèdine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pinˈgwɛdine] 1 πάχος 2 παχύτητα 3 παχυσαρκία 4 ευσαρκία 5 πολυσαρκία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |