Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pìngue  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpingwe]

1 άφθονος
2 πλούσιος
3 εύσαρκος
4 τροφαντός
5 εύσωμος
6 παχύσαρκος
7 εύφορος
8 γόνιμος
9 παχύς
10 αποδοτικός
11 παχουλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ping–pong pinguedine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Pindaro (κύρ.όν. αρσ.)
pineale (επίθ.)
pineta (θηλ.ουσ)
pineto (ουσ αρσ )
ping–pong (ουσ αρσ )
pingue (επίθ.)
pinguedine (θηλ.ουσ)
pinguino (ουσ αρσ )
pinifero (επίθ.)
pinna (θηλ.ουσ)
pinnacolo (ουσ αρσ )
pinnipede (επίθ.)
pinnipedi (ουσ αρσ πληθ.)
pinnula (θηλ.ουσ)
pino (ουσ αρσ )
pinocchiata (θηλ.ουσ)
pinocchio (ουσ αρσ )
pinolo (ουσ αρσ )
pinta (θηλ.ουσ)
pinza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---