Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìnta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpinta] 1 μονάδα όγκου ίση με 568 χιλιοστόλιτρα 2 πίντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |