pìo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈpio]
1 θεοσεβούμενος
2 θεοσεβής
3 ψυχοπονιάρικος
4 ευλαβής
5 σπλαχνικός
6 ευσεβής
7 φιλανθρωπικός
8 ευλαβικός
9 ευλαβητικός
10 θρήσκος
11 ελεητικός
12 ευσπλαχνικός
13 πονετικός
14 οικτίρμων
15 ζηλωτής
pìo
ονοματοποιία
Προσφορά I.P.A.: [ˈpjo]
τιτίβισμα
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈpio]
1 θεοσεβούμενος
2 θεοσεβής
3 ψυχοπονιάρικος
4 ευλαβής
5 σπλαχνικός
6 ευσεβής
7 φιλανθρωπικός
8 ευλαβικός
9 ευλαβητικός
10 θρήσκος
11 ελεητικός
12 ευσπλαχνικός
13 πονετικός
14 οικτίρμων
15 ζηλωτής
pìo
ονοματοποιία
Προσφορά I.P.A.: [ˈpjo]
τιτίβισμα
permalink
pio (επίθ.)
pio (ονοματ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android