Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piˈɔlo]

ο πάσσαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pioggia piombaggine  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scala [αρσ.] a pioli = η ανεμόσκαλα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pio (ονοματ.)
piogenesi (θηλ.ουσ)
piogenico (επίθ.)
pioggerella (θηλ.ουσ)
pioggia (θηλ.ουσ)
piolo (ουσ αρσ )
piombaggine (θηλ.ουσ)
piombare (ρ.αμτβ.)
piombare (ρ. μτβ.)
piombatoia (θηλ.ουσ)
piombatoio (ουσ αρσ )
piombatura (θηλ.ουσ)
piombico (επίθ.)
piombifero (επίθ.)
piombino (ουσ αρσ )
piombo (ουσ αρσ )
piomboso (επίθ.)
pione (ουσ αρσ )
pioniere (ουσ αρσ )
pionierismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---